- ψήνω
- ΝΜ, και ψένω Ν1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς2. βράζω ή μαγειρεύωνεοελλ.1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη»)2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό»)3. πείθω, καταφέρνω («τελικά τήν έψησε και δέχθηκε»)4. παθ. ψήνομαι(για καρπούς) ωριμάζω («ψήθηκαν τα καλαμπόκια»)5. (η μτχ.παθ. παρακμ.) ψημένος, -η, -οα) έμπειρος, πεπειραμένος (α. ψημένη γυναίκα» β. «ψημένος στη δουλειά»)β) (θωπευτικά) κακόμοιρος, αξιαγάπητος («το ψημένο»)6. φρ. α) «τά ψήνω με κάποιον [ή με κάποια]» — σχετίζομαι, καλλιεργώ ερωτική σχέσηβ) «μού ψήνει το ψάρι στα χείλια» — μέ ταλαιπωρεί, μέ βασανίζειγ) «τόν έψησε ο ήλιος» — είναι ηλιοκαμένοςδ) «εκεί που ψένει ο ήλιος το ψωμί» — στις τροπικές χώρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἔψησα, νεώτ. αόρ. τού ἔψω «βράζω», κατά το σχήμα ἔσβησα: σβήνω: σβένω].
Dictionary of Greek. 2013.